φαρισαίος

φαρισαίος
ο / Φαρισαῑος, ΝΜΑ
(στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Φαρισαίοι
ιουδαϊκή θεοκρατική μερίδα που εμφανίστηκε επί Ιωάννη τού Υρκανού, μεταξύ 135-105 π.Χ., προερχόταν από τους Ασιδαίους και αποτελούνταν από γραμματείς ή νομοδιδασκάλους, εχθρούς τών Σαδδουκαίων, που επιδίωκαν την πιστή τήρηση τού Μωσαϊκού Νόμου, ασκούσαν μεγάλη επιρροή στον ιουδαϊκό λαό και επικρίθηκαν με σφοδρότητα από τον Ιησού Χριστό διότι εκπροσωπούσαν την υποκριτική θεοσέβεια και διακρίνονταν για τον φανατισμό τους, χαρακτηρίζοντάς τους ως εκμεταλλευτές χηρών και ορφανών και ως τυφλούς οδηγούς
νεοελλ.
μτφ. α) ο απόλυτα προσηλωμένος στους εξωτερικούς τύπους τής λατρείας ή τής ηθικής
β) υποκριτής, δόλιος
γ) (ιδίως) πρόσωπο που προσποιείται τον ευλαβή
δ) υπερβολικά γραφειοκράτης («πέρασα από πολλούς γραμματείς και φαρισαίους μέχρι να πάρω το χαρτί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραμ. p'rīshaiyā, πληθ. τού p'rīsh «χωριστός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φαρισαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρισαίος — ο (λ. αραμ.) 1. αρχαίος Ιουδαίος που ανήκε σε μια από τις ιουδαϊκές θρησκευτικοπολιτικές αιρέσεις (σε αντιδιαστολή με τους Σαδουκαίους). 2. μτφ. (ως προσηγορ.), ο προσηλωμένος στους εξωτερικούς μόνο τύπους της λατρείας ή της ηθικής, ο υποκριτής,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φαρισαῖε — Φαρισαῖος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρισαῖοι — Φαρισαῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρισαῖον — Φαρισαῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρισαΐζω — Μ [Φαρισαῑος] συμπεριφέρομαι σαν Φαρισαίος …   Dictionary of Greek

  • фарисей — др. русск., ст. слав. фарисеи (Супр.), фарисѣи (Остром., Григ. Наз.). Из греч. Φαρισαῖος фарисей , первонач. др. еврейск. слово со знач. отщепенец ; см. Гуте, Bibelwb. 515; Литтман 32; Фасмер, Гр. сл. эт. 210. Окончание ѣи вместо еи – результат… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Abtalion — Abht alyon, also Avtalyon, Avtalion and Abtalion ( he. אבטליון) was a rabbinic sage in the early pre Mishnaic era who lived at the same time as Sh maya.A leader of the Pharisees in the middle of the first century BC and by tradition vice… …   Wikipedia

  • HAERESIS — Graece αἵρεσις, ab eligendo, nomen habet. Vocarunt autem sic illi Philosophorum sectas, quod unusquisque sibi aliquod genus disciplinae ac sectae proprium elegit eique sese addixit, tamquam suo iudicio maxime probabili commodoqueve. Usitatissime… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μακκαβαίοι — Ονομασία που δόθηκε στους γιους του Ματταθία, ιερέα της πόλης Μωδεΐν, και οργανωτή της ιουδαϊκής εξέγερσης εναντίον του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς, ο οποίος ήθελε να εξελληνίσει τους Εβραίους και να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τη θρησκεία τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”